κυανοχίτων

κυανοχίτων
κῠᾰνοχίτων
1 with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυανοχίτων — κυανοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο χίτων, τοξο χίτων)] …   Dictionary of Greek

  • κυανοχίτων — nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”